- περιπίπτω
- ΝΜΑμτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ)νεοελλ.1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα»)2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε αντιφάσεις»)3. συνεκδ. γίνομαι αντιληπτόςαρχ.1. περιβάλλω κάποιον με τα χέρια, αγκαλιάζω κάποιον («καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου περιπεσεῑν αὐτῷ», Ξεν.)2. αστρον. περικυκλώνω («[ζῶναι] πόλοις περιπεπτηυῑαι», Ερατοσθ.)3. πέφτω πλαγίως4. συναντώμαι («οἱ δὲ διασπασθέντες πολλάκις καὶ περιπίπτουσιν ἀλλήλοις», Ξεν.)5. πέφτω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι, συγκρούομαι («τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον», Ηρόδ.)6. πέφτω στα χέρια κάποιου, συλλαμβάνομαι7. περιπλέκομαι («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ μέθαις», Πλάτ.)8. (για γεγονότα) συμβαίνω9. επέρχομαι10. μεταβάλλομαι αιφνιδίως11. αποτυγχάνω12. φρ. α) «περιπίπτω περὶ τόπον» — προσαράζω σε έναν τόπο, ναυαγώβ) «ἐμαυτῷ περιπίπτω» — πέφτω στη δική μου παγίδαγ) «τοῑς ἐμαυτοῡ λόγοις περιπίπτω» — αντιφάσκω ως προς αυτά που λέω, πέφτω σε αντιφάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πίπτω «πέφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.